κρᾶτας

κρᾶτας
κράς
head
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κράτας — Κράτᾱς , Κράτης masc acc pl Κράτᾱς , Κράτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… …   Dictionary of Greek

  • κεραμίδι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, προς την ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 92 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου.… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλίζω — ισα 1. αποκοιμίζω μωρό. 2. καθησυχάζω κάποιον δίνοντάς του ψεύτικες υποσχέσεις: Μη με βαυκαλίζεις με υποσχέσεις που δεν κρατάς ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνησικακία — η το να κρατάς κακία σε κάποιον, το να μην ξεχνάς το κακό που σου έκαναν και να προσπαθείς να το ανταποδώσεις, η αντεκδίκηση: Σκότωσε το γείτονά του από μνησικακία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμωρία — η 1. ποινή, κολασμός για άδικη πράξη: Τιμωρία ενόχων. 2. η θεία δίκη: Η τιμωρία της ασέβειάς του. 3. βάσανο, ταλαιπωρία: Είναι μεγάλη τιμωρία να με κρατάς όρθιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”